- πρῴων
- πρώιοςearlyfem gen plπρώιοςearlymasc/neut gen plπρῴ̱ων , πρώιοςearlyfem gen pl (attic)πρῴ̱ων , πρώιοςearlymasc/neut gen pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρώων — πρών foreland masc nom/voc sg (epic) πρώων masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώων — ονος, ὁ, Α (επικ. εκτεταμένος τ.) βλ. πρών … Dictionary of Greek
πρών — (I) ῶνος και ωνός και επικ. εκτεταμένος τ. πρώων και επικ. ασυναίρ. τ. πρηών, ῶνος και ποιητ. τ. πρεών, όνος, ὁ, Α 1. το προεξέχον τμήμα γης ή όρους και, ιδίως, λόφος που προεκτείνεται προς τη θάλασσα, ακρωτήριο 2. φρ. «Δελφὸς πρών» ο Παρνασσός.… … Dictionary of Greek
πρώονας — πρών foreland masc acc pl (epic) πρώων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώονες — πρών foreland masc nom/voc pl (epic) πρώων masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώονι — πρών foreland masc dat sg (epic) πρώων masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώονος — πρών foreland masc gen sg (epic) πρώων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώοσι — πρών foreland masc dat pl (epic) πρώων masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)